Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατεβαίνω στίς

  • 1 κάλπη

    η избирательная урна;

    κατεβαίνω στίς κάλπες — принимать участие в выборах;

    βάζω κάλπη γιά βουλευτής — выдвигать свою кандидатуру в депутаты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάλπη

  • 2 στάση

    [-νς (-εως)] η
    1) забастовка, стачка;

    στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;

    κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;

    κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;

    2) восстание; мятеж; бунт;
    3) положение тела, поза;

    παίρνω στάση — принимать позу;

    στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;

    4) позиция, поведение, отношение;

    κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;

    5) остановка разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);

    κάνω στάση — де- лать остановку;

    στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;

    τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;

    ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;

    6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;

    στάση πληρωμών — прекращение платежей;

    στάση του αίματος — застой крови;

    στάση των ουρών — задержка мочи;

    7) постоянство, твёрдость;

    δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάση

См. также в других словарях:

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»